- ἀνίσχυροι
- ἀνίσχυροςnot strongmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μπάκακας — και μπάμπακας, ο 1. βάτραχος 2. παροιμ. «εκάκιωσεν ο μπάκακας κι η λίμνη δεν τό ξέρει» λέγεται για όσους θορυβούν και απειλούν μάταια ενώ είναι εντελώς ανίσχυροι και αδύναμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάβακας (Ησύχ.), ηχομιμητική λ. από τη φωνή τού βατράχου … Dictionary of Greek
χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… … Dictionary of Greek
Ντάγκερμαν, Στιγκ — (Stig Dagerman, Αλβκάρλεμπι 1923 – Ενέμπιμπεργκ 1954). Σουηδός συγγραφέας. Από εργατική οικογένεια, ο Ν. σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, όπου από το 1941 συνεργάστηκε στη συνδικαλιστική εφημερίδα Arbetaren (Ο Εργαζόμενος). Εκπρόσωπος… … Dictionary of Greek